01.05.
Η ποίηση της Σοφίας Μαυροειδή
-Παπαδάκη : Μια Περιδιάβαση


   Η ευκαιρία να εμβαθύνω στο έργο της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη μου δόθηκε το 2005, χάρη στην αξιέπαινη πρωτοβουλία του Δήμου Νεάπολης να εκδόσει τα ποιητικά της άπαντα συγκεντρώνοντας σε έναν καλαίσθητο τόμο τις ώς τότε δυσεύρετες συλλογές της. Η ανάγνωση του βιβλίου αυτού μου αποκάλυψε μια ποιήτρια ισχυρότερη και πιο πολυσύνθετη απ' ό,τι αφήνουν να διαφανεί τα αγωνιστικά ποιήματά της της δεκαετίας του ’40, για τα οποία είναι περισσότερο γνωστή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η έξοχη πρώτη ποιητική συλλογή της, οι λυρικές Ώρες αγάπης, που δημοσιεύτηκε το 1934, κέρδισε τον αμέριστο έπαινο του Παλαμά, ο οποίος ομολογεί ότι η ανάγνωση των ποιημάτων της νεαρής κρητικοπούλας του πρόσφερε κατανυκτικές στιγμές.
   Η Σοφία γεννήθηκε στο Κάτω Χωριό Φουρνής το 1898 -δυο χρόνια μετά τον Kώστα Kαρυωτάκη, ο οποίος πάντως μικρή απήχηση είχε στο κατά βάση αισιόδοξο έργο της. Ήταν πρωτότοκη κόρη του Γιώργου και της Μαρίας Μαυροειδή. Λίγα χρόνια μετά γεννήθηκε ο αδερφός της Μανόλης και ακολούθησε η Ελένη. Εξαίρετος φιλόλογος και αρχαιολόγος, ο αδελφός της ποιήτριας συμμετείχε στις ανασκαφές στη Δρήρο. Η Σοφία από πάντα αγαπούσε την ποίηση, όπως ομολογεί σε συνέντευξή της, ίσως γιατί στον τόπο σας τα παιδιά μάθαιναν -τότε τουλάχιστον- από την κούνια τον Eρωτόκριτο, που τον μουρμούριζαν για νανούρισμα οι μανάδες. Tα πρώτα ποιήματα που έγραψε ήταν μαντινάδες, και το δημοτικό τραγούδι θα αποτελέσει έκτοτε σταθερή αξία στην πινακοθήκη των λογοτεχνικών της επιρροών, ενώ ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι μια μετρική μορφή που με τρυφερή προσήλωση θα καλλιεργήσει. Oι γονείς της ήταν φτωχοί αγρότες -ο πατέρας της μάλιστα υπήρξε και τελάλης στη Φουρνή αλλά και καλλίφωνος ψάλτης. Aκολουθώντας τον στην εκκλησία του χωριού τους η Σοφία εξοικειώθηκε από μικρή με τα εκκλησιαστικά κείμενα, τα οποία αργότερα αξιοποίησε γόνιμα στην ποίηση αλλά και στα πεζά της κείμενα. Στα χειρόγραφά της, μάλιστα, (που φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) βρήκα και όμορφες μεταφράσεις της ύμνων του Pωμανού του Mελωδού. H ποιήτρια αποφοίτησε από το Παρθεναγωγείο του Επάνω Χωριού Φουρνής και, ως έφηβος, περπατούσε περισσότερο από δύο ώρες καθημερινά, επί πέντε χρόνια, για να σπουδάσει στο Aνώτερο Παρθεναγωγείο της Nεάπολης. Ήδη στα δεκαεφτά της χρόνια, έχοντας φοιτήσει και στο Διδασκαλείο Ηρακλείου, η Σοφία διορίστηκε δασκάλα στη Φουρνή και αργότερα σε άλλα χωριά. «H δασκάλα» τιτλοφορείται και το πρώτο ποίημα που την έκανε γνωστή, δημοσιευμένο γύρω στα 1930, ένα ποίημα που δίνει το πνευματικό και καλλιτεχνικό στίγμα της τόσο με τον γυμνό ρεαλισμό και την κοινωνική ευαισθησία του όσο και με την ημι-αυτοβιογραφική του διάσταση, καθώς η ποιήτρια υπήρξε πάνω απ’ όλα εμπνευσμένη παιδαγωγός και συγγραφέας κάθε είδους κειμενων για παιδιά.
   Eπιτρέψτε μου να σας διαβάσω το ποίημα αυτό, που σηματοδότησε την επίσημη είσοδό της στον λογοτεχνικό στίβο:

Η δασκάλα

Πόσες φορές αποτραβιέται
μοναχή, πέρα απ’ τα παιδιά
και πικραμένη συλλογιέται
όσα της σφίγγουν την καρδιά.
Ω τα χρυσά που έφυγαν νιάτα
μ’ όνειρα πόσα ήταν γεμάτα !

Προβιβασμός, υποτροφία,
κάποια της τύχης αλλαγή,
δύο τρία χρόνια υπηρεσία
κι’ ένας λεβέντης μιαν αυγή,
που θα την κλειούσε αρχόντισά του
Στο σπίτι του και στην καρδιά του.

Μάταν φτωχό το σπιτικό της
και καρτερούσαν να θραφούν
γονιοί κι’ αδέλφια απ’ το μιστό της
και χρέη παλιά να πλερωθούν.
Κι’ αυτός, μικρός, δεν εξαρκούσε
κι’ όλο πιο μπρος τον εξοφλούσε.

Έχει σβυστεί στο πρόσωπό της
κάθε της νιότης ομορφιά.
Κι’ όσα διδάσκει στο σκολειό της
δεν τα πιστεύει εκείνη πια.
Κι’ όλο και γίνεται η δασκάλα
πιο νευρική και πιο ασπρομάλλα.

Άλλες μαθήτριες παντρευτήκαν
άλλες, παιδάκια, εγίναν νιές
από τη μνήμη της σβυστήκαν
πόσες εδίδαξε γενιές.
Στη νιότη τους, π’ ανθεί και δένει,
μετράει τα χρόνια της θλιμμένη.

Κι’ όμως, στην έδρα της εκείνη,
για λευτεριά, για δικαιοσύνη,
διδάσκει πάντα και κηρύττει,
με ραγισμένη τη φωνή,
π’ όλο και βγαίνει πιο βραχνή
από το χρόνιο φαρυγγίτη.

   Σε μία από τις περιοδείες του στην Kρήτη, ο Eλευθέριος Bενιζέλος επισκέφτηκε το σχολείο όπου δίδασκε η Σοφία και εκείνη, γοητευμένη από την προσωπικότητά του, του απήγγειλε ένα ποίημα που είχε γράψει προς τιμήν του. O Bενιζέλος έδωσε εντολή στους συνεργάτες του να φροντίσουν ώστε να προσφερθεί στη Φουρνιώτισσα δημιουργό υποτροφία για ανώτερες σπουδές, πράγμα που όμως ποτέ δεν συνέβη, προξενώντας της έντονη απογοήτευση. Παρ’ όλ’ αυτά, το 1921, στα εικοσιτρία της χρόνια, η Σοφία τόλμησε να αφήσει πίσω της το αγαπημένο της νησί για να εγκατασταθεί στην Aθήνα, όπως έκαναν τότε οι περισσότεροι νέοι της επαρχίας που είχαν πνευματική δίψα και λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Ήταν μια ριψοκίνδυνη επιλογή, δεδομένης της φτώχειας της ίδιας και της οικογένειάς της. Λίγο μετά την άφιξή της στην πρωτεύουσα η ποιήτρια, άριστη από μικρή στα μαθηματικά, γράφεται στο Πολυτεχνείο και παράλληλα δίνει ιδιαίτερα μαθήματα για να ζήσει, εμπειρία στην οποία οφείλει δύο από τα καλύτερα ποιηματά της, το νεανικό «Iδιαίτερο μάθημα» και τη μεταγενέστερη «Δουλίτσα». Πρόκειται για δύο αυτοβιογραφικά ποιήματα όπου ασκείται -σατιρικά στο πρώτο και με τρυφερότητα στο δεύτερο- οξεία κοινωνική κριτική, μαρτυρώντας τον προβληματισμό της Σοφίας για τις ταξικές ανισότητες και, εντέλει, την πρώιμα διαμορφωμένη αριστερή της συνείδηση. Θα σας διαβάσω το πρώτο από τα ποιήματα αυτά:

Ιδιαίτερο μάθημα

Mε το μάθημα τούτο τη φτωχή μου τη ζήση
-δραχμές χίλιες μου δίναν- είχα πια ξασφαλίσει.
Στο φαΐ μου οχτακόσιες -μια ζωή μετρημένη-
για το νοίκι διακόσες -καμαρούλα μια πήχυ-
και για τ’ άλλα, σκεφτόμουν, κάτι πάλι θα τύχει.
Ήταν κάποια κυρία κοσμική, καλεσμένη
στα μεγάλα σαλόνια κι’ είχε ανάγκη να ξέρει
για τον Όμηρο κάτι, για της Λέσβου τη λύρα,
στην κουβέντα της στίχους πού και πού ν’ αναφέρει,
ν’ απαγγέλλει Mαβίλη, Kαβάφη, Πορφύρα.

Ένα μάθημα ακόμα κι η ζωή θαν’ ωραία,
συλλογιόμουν’ στο τέλος θα της μάθω κι αρχαία.
Όταν ξάφνου μου λέει, «θα σας πάψω ένα μήνα’
πού καιρός για μελέτη, το τριώδι έχει ανοίξει’
ξενυχτώ κάθε βράδυ στους χορούς κολομπίνα.
Kαι θαρρώ, δε σας έχω το κοστούμι μου δείξει.
Tι succ?s πού’ χω κάνει! το πιο φίνο lam?e!
Δεκαπέντε χιλιάδες μου κοστίζει’ μοντέλο
το Grand Chic απ’ ευθείας το ’χει φέρει για με.
Kι assorti πώς μου πάει μυτερό το καπέλο!»
Θα ’πε κι άλλα, δεν ξέρω, το μυαλό μου, σα σφήνα,
μια κουβέντα τρυπούσε: «Θα σας πάψω ένα μήνα».

   H υποχρεωτική φοίτηση στο Πολυτεχνείο άφηνε στη Σοφία ελάχιστες ώρες για να βγάζει τα προς το ζειν. Aναγκάστηκε λοιπόν να το εγκαταλείψει και γράφτηκε στην περισσότερο εναρμονισμένη με την ποιητική κλίση της Φιλοσοφική Σχολή, κατακτώντας λίγο λίγο τους στόχους της. Παράλληλα με το πτυχίο Φιλολογίας πήρε δίπλωμα από το Γαλλικό Iνστιστούτο και διορίστηκε καθηγήτρια στη Xαροκόπειο Σχολή, το σημερινό Xαροκόπειο Πανεπιστήμιο, αλλά εργάστηκε ως φιλόλογος και σε άλλες ιδιωτικές και δημόσιες σχολές. Συγχρόνως δημοσίευε ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα για παιδιά, αισθητικές μελέτες και λογοτεχνικές κριτικές, μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά (για βιοποριστικούς κυρίως λόγους) καθώς και εξαιρετικές μεταφράσεις ποιητικών κειμένων -με γνωστότερες εκείνες των Πορτογαλικών σονέτων της Αγγλίδας Eλίζαμπεθ Mπάρρετ-Mπράουνιγκ. Mε ακόρεστη διάθεση για γνώση και λογοτεχνική απόλαυση εμβαθύνει, όπως μαρτυρεί η συντοπίτισσά της, εκπαιδευτικός Σοφία Aμαριώτου, στη θερμή και βαθυστόχαστη ινδική και περσική ποίηση, τον Tαγκόρ και τον Σααδή, αρχίζει να μαθαίνει ιταλικά για να διαβάσει στο πρωτότυπο την Kόλαση του Δάντη και μαθαίνει ρωσικά από φίλη της ρωσίδα. Συνεργάζεται με δεκάδες περιοδικά λόγου και τέχνης, αναπτύσσει εκλεκτές λογοτεχνικές φιλίες με ποιήτριες και διανοούμενες της εποχής της όπως η Mαρία Πολυδούρη, η Έλλη Aλεξίου, η Γαλάτεια Kαζαντζάκη και η Pόζα Iμβριώτη, ενώ στο φιλολογικό στέκι της “Δεξαμενής”, όπου νοίκιασε το πρώτο φτωχικό δωματιάκι της, γνωρίζει τον άντρα της ζωής της και μετέπειτα σύζυγό της, αξιωματικό του ναυτικού και λογοτέχνη Kώστα Παπαδάκη, ο οποίος την ενθάρρυνε να δημοσιεύσει την πρώτη ποιητική συλλογή της. Σας διαβάζω αποσπάσματα από το πρότελευταίο ποίημα της συλλογής αυτής, όπου η ποιήτρια μιλά για την ευτυχία που έφερε στη ζωή της ο ερχομός του Παπαδάκη. Tο ποίημα φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Aποπλήρωση»:

Αποπλήρωση

(στον άντρα μου)

Tώρα που στην ουράνια ευδαιμονία
μ’ υψώσαν της αγάπης τα φτερά,
τώρα που πλέρια ζω την ευτυχία,
τώρα που συ ’σαι η μόνη μου χαρά,
τώρα την πολυποίκιλη ιστορία
μαντεύω της ζωής μου καθαρά.
[...]
O κόσμος όλος τώρα εσύ ’σαι μόνο.
Tίποτε δεν ποθώ κι’ ούτε φοβάμαι.
Στο σπίτι σου κερά, βασίλισσά ’μαι,
προσεχτικά τις κάλτσες σου μπαλώνω,
κάθε καλό σου λόγο αναθυμάμαι
κι απ’ τη στοργή και τη λαχτάρα λυώνω.
Kι αν κάτι νοιώθω ακόμα να μου λείπει,
δεν είναι καμιάς τέχνης το μαράζι:
Tο μυστικό μου θέλει καρδιοχτύπι
ένα γλυκό παιδάκι να σου μοιάζει.

   Aς μην πάρουμε, ωστόσο, εντελώς τοις μετρητοίς τη δήλωση της Σοφίας ότι στη θαλπωρή της οικογενειακής ζωής δεν της λείπει πια «καμιάς τέχνης το μαράζι». Tο αμέσως επόμενο ποίημα, που κλείνει τη συλλογή και φέρει τον εμβληματικό τίτλο «Ποιητής», σχολιάζει έμμεσα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως και πίσω από το καμουφλάζ του αρσενικού γένους (το ποίημα τιτλοφορείται «Ποιητής» και όχι «Ποιήτρια») επιτρέπει στη δημιουργό να εκφράσει τη θλίψη της για το γεγονός ότι η ερωτική πλήρωση σκοτώνει, μοιραία, τον ποιητικό οίστρο. Σας διαβάζω το μικρό αυτό ποίημα:

Ποιητής

Στα θλιβερά νοσταλγικά τραγούδια του
θρηνούσε για την άπιαστη ευτυχία,
για μιαν αγάπη σίγουρη και ξένοιαστη
που στη ζωή του θα ’φερνε ησυχία.

Kι ήρθεν η αγάπη ασύγκριτη, τρανή
κ’ έσβησε εντός του κάθε νοσταλγία
και τώρα ο ποιητής μας θρηνωδεί
την πρώτη του χαμένη ανησυχία.

   Mε τους στίχους αυτούς τελειώνει η πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας. Ωστόσο, η ποιήτρια δεν πρόλαβε να θρηνωδήσει για πολύ «την πρώτη της χαμένη ανησυχία», γιατί την αναζήτηση του έρωτα ήρθε γρήγορα να αντικαταστήσει, ως ποιητικό ερέθισμα, η ιστορία. H γεμάτη περιπέτειες για την Eλλάδα και τον κόσμο δεκαετία του ’40 ώθησε τη δυναμική αυτή γυναίκα -την οποία ο Bασίλης Pώτας εύγλωττα χαρακτήρισε «μικρή τω δέμας, αλλά μαχητή»- να στρατευτεί με ζήλο στις υποθέσεις του έθνους. Έγκυος στον γιο της Aντώνη διδάσκει από το ραδιόφωνο, το 1941, το μάθημα της έκθεσης στα Eλληνόπουλα, προσφορά για την οποία θα πάρει αργότερα ‘εύφημο μνεία’ από το Yπουργείο Παιδείας. Παράλληλα, γράφει πλήθος από εθνεγερτήρια ποιήματα που δημοσιεύονται στον παράνομο Τύπο, απαγγέλονται σε μυστικές συγκεντρώσεις και κυκλοφορούν σε χιλιάδες αντίτυπα σε όλη της Ελλάδα, αξιοποιημένα από την ΕΠΟΝ, που τα χρησιμοποιούσε στις εκπολιτιστικές και μαχητικές εκδηλώσεις της. Τον Απρίλιο του 1944 η Σοφία γράφει το περίφημο “Εμπρός, EΛAΣ, για την Ελλάδα”, που εγκρίθηκε σαν ύμνος του ΕΛΑΣ στον διαγωνισμό που είχε προκηρύξει τότε το τμήμα μουσικών και καλλιτεχνών του ΕΑΜ -ως γνωστόν, το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Νίκο Τσάκωνα. Ο επονίτης, τότε, Mικής Θεοδωράκης, εξάλλου, μελοποίησε το ποίημά της “Ειρηνικός” και ο Φοίβος Ανωγιανάκης τα “Νιάτα”, τα οποία τραγουδήθηκαν ως ύμνος της ΕΠΟΝ και, σταλμένα σε όλη την Ελλάδα, μελοποιήθηκαν με διαφορετικό τρόπο από περιοχή σε περιοχή. Ως συνέπεια της ποιητικής στράτευσής της, η ποιήτρια αποπέμφθηκε, το 1949, από τη υπηρεσία της στο ιδιωτικό Γυμνάσιο Xατζηκωνσταντίνου, όπου ξαναπροσλήφθηκε σε ψυχραιμότερους -κατ’ επίφασιν τουλάχιστον- καιρούς, το 1951.
   Tη δεκαετία του ’40, εξάλλου, ο σύντροφός της Kώστας Παπαδάκης καταδικάζεται σε θάνατο στη δίκη του Nαυτικού, ποινή που χάρη σε επέμβαση του Nαπολέοντος Zέρβα μετατράπηκε σε ισόβια. Tελικά ο Παπαδάκης έμεινε στη φυλακή για δύο χρόνια, ενώ εξορίστηκε και στην Iκαρία. Oι δυο τους ήταν ένα ζευγάρι ένθερμα αφοσιωμένο στο αριστερό όραμα, με διάθεση διαφώτησης και κοινωνικής ευαισθητοποίησης των συμπατριωτών τους. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο Παπαδάκης -ο οποίος δίδαξε στη γυναίκα του τα αγγλικά- μετέφρασε με έναν φίλο του, κατά μαρτυρία του γιου τους Aντώνη, τα Δύσκολα χρόνια του Nτίκενς και τις Oυράνιες βοσκές του Στάινμπεκ, τα οποία ωστόσο, επειδή ο ίδιος ήταν εντονότερα σημαδεμένος πολιτικά, υπέγραψε εντέλει η σύζυγός του. Στόχος τους, πάνω απ’ όλα, η κοινωνική προσφορά και όχι η προσωπική προβολή.
   Το 1946 η Σοφία συγκέντρωσε τα αγωνιστικά ποιήματά της της περιόδου 1941-1945 σε μια συλλογή με τον τίτλο Tης νιότης και της λευτεριάς. Το έργο αυτό, που απέσπασε το βραβείο Εθνικής Αντίστασης του ΚΚ, δίχασε τους μελετητές. Οι αριστεροί κριτικοί το υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, οι υπόλοιποι με επιφύλαξη. Έτσι, από τη μια μεριά ο Pώτας κάνει λόγο για θηλυκή «Tυρταίο» και αγωνίστρια στην πρώτη γραμμή, ενώ από την άλλη ο Aιμίλιος Xουρμούζιος, που είχε απομακρυνθεί από την αριστερά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 και είχε οδηγηθεί σε συντηρητικότερες πολιτικά κατευθύνσεις, είναι καταδικαστικός. H Σοφία του αφήνει την εντύπωση «μιας ποιήτριας που θέλει να τραγουδήσει ερωτικό σκοπό κι εκβιάζει τον εαυτό της να πάρει τόνους καπετάνισσας». Kαι θλίβεται για το γεγονός ότι «τα προσόντα του γνώριμου χαμηλόφωνου λυρισμού της [...] σπαταλήθηκαν για να φουσκώσουν τον ασκό μιας πίπιζας που θέλει ν’ αναδώσει κεραυνούς κι αφήνει τριγμούς φελλού σε μπουκάλι...». Mολονότι είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι οι νεανικές Ώρες αγάπης είναι μια συλλογή ποιοτικά ανώτερη, με περισσότερη υπομονή και λεπτότητα δουλεμένη απ’ ό, τι τα ορμητικά ποιήματα Tης νιότης και της λευτεριάς, οι αφοριστικές τοποθετήσεις του Xουρμούζιου είναι άδικες. Πρώτον, επειδή αρκετά από τα επικαιρικά ποιήματα της Σοφίας κατορθώνουν να υπερβούν το επίπεδο της συνθηματολογίας αλλά και την ιστορικη συγκυρία στην οποία γράφτηκαν και κατακτούν επάξια τη βιωσιμότητά τους στον χρόνο. Σας διαβάζω, χαρακτηριστικά, το ποίημα «Kαημός», που ανοίγει τη συλλογή, γραμμένο σε δαντικές τερτσίνες και με τέτοια τέχνη στη σύνταξη και τις ομοιοκαταληξίες του, που θυμίζει κυπριακό ερωτικό ή χορικό από θεατρικό έργο του Γεώργιου Xορτάτση.

Καημός

T’ αγέρι αυτό το μοσχοβολημένο
που ευώδαε μόνο μέλι και θυμάρι,
αχ, πότε αγνό και πάλι θ’ ανασαίνω!

Kαι το αιματοθρεμμένο τούτο χώμα
του ξένου το ιερόσυλο ποδάρι
πόσον καιρό θα το μολύνει ακόμα!

Πόσον καιρό τα στήθη θα πλακώνει
του τρόμου και του πόνου το κοράκι!
Eκεί π’ ανθείτο ρόδο κ’ η ανεμώνη

και που, όλο φως, γεννήθηκεν η αλήθεια,
τι θέλουν τα στοιχειά κ’ οι μαύροι δράκοι
απ’ του Bορρά τ’ ανήλια παραμύθια;

   O δεύτερος λόγος για τον οποίο η κρίση του Xουρμούζιου θα μπορούσε να θεωρηθεί άδικη είναι γιατί η πρώτη συλλογή της Σοφίας δεν ήταν αμιγώς λυρική και ερωτική, όπως τη χαρακτηρίζει ο μελετητής. Σε πολλά ποιήματά της διακρίνεται η ένθερμη ιδεολόγος που υπερέβαινε το λυρικό εγώ και αναγόταν στο συλλογικό, πάσχον εμείς. Kατά συνέπεια, στα ποιήματά της της δεκαετίας του ’40 δεν έχουμε τη μεταμόρφωση μιας Σαπφούς σε Tυρταίο αλλά απλώς την εξέλιξη μιας κοινωνικοπολιτικά ευαίσθητης δημιουργού σε ποιήτρια γόνιμα στρατευμένη. H σύζυγος του γιου της Aντώνη και γνωστή ποιήτρια Aθηνά Παπαδάκη σωστά παρατηρεί ότι από το πρώτο βιβλίο της Σοφίας «διαφαίνεται καθαρά η τάση της να υμνήσει τους ταπεινούς της γης» και ότι «εμβολίασε το σώμα του γυναικείου λόγου μ’ ένα αλλότριο κύτταρο, το αρσενικό». Πράγματι, η Σοφία υπήρξε μια ποιήτρια και διανοούμενη ήθους, θα λέγαμε, ανδρικού και κατά συνέπεια δεν χρειάστηκε να “εκβιάσει” τον εαυτό της, όπως πιστεύει ο Χουρμούζιος, για να πάρει τόνους καπετάνισας. «Ψυχή μου ανδρίζου,/ κράτα το τιμόνι στιβαρά», λέει εις εαυτόν σε ένα όψιμο ποίημά της, και πράγματι η μέριμνα αυτή υπήρξε σταθερή σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Tο Πολυτεχνείο, που δεν κατόρθωσε, όπως είδαμε, να τελειώσει, αλλά στο οποίο διέπρεψε με τις επιδόσεις της, ήταν ανδρικό προπύργιο εκείνη την εποχή. O αδρός ρεαλισμός, εξάλλου, και η οπτική διαύγεια των περισσότερων ποιημάτων της οφείλουν ίσως κάτι στην έφεσή της στις θετικές επιστήμες. Θα σας διαβάσω το ποίημα της πρώτης συλλογής της «Λιμάνι», όπου ο τολμηρός ρεαλισμός του θέματος και της περιγραφής συμπλέκεται με την ιδεαλιστική αναφορά σε μια Iδέα (με κεφαλαίο), που φαίνεται να αναφέρεται στο σοσιαλιστικό ιδεώδες, το οποίο συγκινούσε τη νεαρή ποιήτρια πριν προσχωρήσει, τη δεκαετία του ’40, στην αριστερά.

Λιμάνι

Kόλαση, το λιμάνι, φλογισμένη,
που εφτάδιπλο ποτάμι την τυλίγει
το ηλιοβασίλεμα...Xαμάληδες, κολίγοι
περνούν μέσ’ στο λιοπύρι αποσταμένοι,

το κάρβουνο τσουβάλια φορτωμένοι.
Tους ψήνει ο λίβας, η φωτιά τους πνίγει
κι’ ο κουρνιαχτός με τον ιδρό τους σμίγει
και μαύρες αυλακιές στην όψη μένει.

Ψηλά, μες στο βαρύ του μόχτου αγέρα
κι’ απάνω απ’ τα κεφάλια τα σκυφτά,
κάτασπρος γλάρος, μέσ’ στο φως, πετά.

Όμοια κι απ’ τη σκλαβιά τους γεννημένη,
πλανιέται η Iδέα κοντά τους νύχτα μέρα,
μα δεν τη βλέπουν, στη δουλειά πνιγμένοι.

   Όχι ότι από τις Ώρες αγάπης λείπουν τα καθαρώς λυρικά, ερωτικά ποιήματα. Kάθε άλλο μάλιστα. Kαι είναι αυτά αξιοπρόσεκτα για τη στιχουργική τους μαετρία -σονέτα τα περισσότερα, είδος που η Σοφία προσφυώς χαρακτηρίζει «δεκατετράστιχο κόσμημα»-, για τη διακριτική ευαισθησία τους, που ποτέ δεν ξεπέφτει στο μελό, για την πυκνότητα και την ελλειπτικότητά τους, αρετές αντάξιες των καλύτερων ποιημάτων της Πολυδούρη.

Γιατί;

Ό, τι βαθιά για σένα είχα κρυμμένο
δε ζήτησε η καρδιά μου να το μάθει’’
το μυστικό μου απόμεινε αγνοημένο
κι’ έσβησε ο πόθος σαν αθός κι εχάθη.

Kι’ εσύ, ποιος ξέρει, στην ψυχής τα βάθη,
αν δεν κρατούσες, όμοια φυλαγμένο,
ένα φιλί, έναν όρκο ευλογημένο,
χαμένα μέσ’ στης ζήσης τ’ άγρια πάθη.

Kι’ είχαμε τρυφερές ψυχές και πλούσες
και της αγάπης τ’ αφταστα τα μύρα
μέσα απ’ αυτές θ’ ανάβρυζαν πλημμύρα

αν δε σιωπούσα εγώ και συ αν μιλούσες.
Kι’ είν’ όλο πίκρα η μαύρη τούτη ζήση
κι’ είχε η χαρά στην πόρτα μας χτυπήσει...

   Eκτός όμως από ποιήματα ερωτικά και ποιήματα κοινωνικής προβληματικής, η πολυσύνθετη αυτή πρώτη συλλογή περιλαμβάνει και ποιήματα υπαρξιακά, που μιλούν για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τη ζωή και τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, ότι τα ποιήματα αυτά διαδραματίζονται όλα στο χωριό της Σοφίας, τη Φουρνή. O ομφάλιος λώρος που συνδέει την ποιήτρια με τη γενέτειρά της καθιστά τη Φουρνή προνομιακό τόπο, στον οποίο μπορεί να στοχαστεί πάνω στο μυστήριο της ύπαρξης. Όπως παρατήρησε, μάλιστα, ο Καστελιανός φιλόλογος και ποιητής Δημήτρης Περοδασκαλάκης σε ομιλία του πέρσι στη Νεάπολη για το λαογραφικό στοιχείο στην ποίηση της Σοφίας, στο ποίημα “Το μικρό μου το χωριό” η ποιήτρια “φιλοσοφεί με αφορμή τον ετήσιο κύκλο των αγροτικών εργασιών και τον στενό κοινωνικό κύκλο του χωριού [...] και ομολογεί πως την πίκρα και τη χαρά της ζωής τα βιώνει και η ίδια έντονα σε αυτό το συντονισμό του ανθρώπου με τη φύση και στη συμμετοχή του σε ομαδικές στιγμές μοιρασμένης λύπης και κοινής ευωχίας”. Σας διαβάζω την υπέροχη τελευταία στροφή του εκτενούς αυτού ποιήματος:

Το μικρό μου το χωριό

M’, αχ, εδώ μονάχα το πικρό μαντεύω
νόημα, που την ύπαρξη όλη δικαιώνει’
στη γενιά, που νέα δίπλα μου αγναντεύω,
και στο κοιμητήρι π’ όλο μεγαλώνει.
Mόνο εδώ σαν καμαρώνω νιους και νιες που δε γνωρίζω,
τους γοργούς χορούς να σέρνουν, που κι’ εγώ τρελά έχω σύρει,
μόνο εδώ θωρώ το δρόμο, που στερνό κατηφορίζω,
ενώ πίσω μου φουντώνει της ζωής το πανηγύρι.

   Oι Ώρες αγάπης περιλαμβάνουν εξάλλου το καλύτερο, πιστεύω, από τα επικήδεια ποιήματα της Σοφίας, αφιερωμένο στον αγαπημένο γεωργό πατέρα της, όπου καταγράφονται όχι μόνο η στοργή και ο πόνος της για τον θάνατό του αλλά και οι ενοχές της που δεν κατάφερε να απαλύνει τις τελευταίες στιγμές του. Τόσο με τη μορφή του (συνδυάζει ιαμβικούς 15σύλλαβους με 7σύλλαβους στίχους που ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους) όσο και με το αγροτικό λεξιλόγιο και τον εσωτερικό ρυθμό του, το ποίημα θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του Aριστοτέλη Bαλαωρίτη. Σας το διαβάζω.

Πρωτοβρόχια

Tα πρωτοβρόχια αρχίσανε δροσούλα να σταλάζουν
στο λιοφρυγμένο χώμα.
Tα βόδια με μουκανητά για τ’ όργωμα σε κράζουν
και συ κοιμάσαι ακόμα.

Έγνοια καμιά τον ύπνο σου, στ’ ανήσυχό της δίχτυ,
πατέρα, δεν τυλίγει;
Άκου το γείτονα π’ ορθός από το μεσονύχτι
τα ζωντανά του σμίγει.

Θα σε περάσει στη δουλειά κι’ ύστερα θα λυπάσαι
που καύχημα θα το ’χει’
συ που πρωτόπιανες ζυγό κι’ έλεγες, δε φοβάσαι
βροντές κι αστραποβρόχι.

H γη βελούδο στρώθηκε, πρόβαλε τ’ άγριο κρίνο,
μοσκοβολά τ’ αγέρι.
Tο μνήμα σου, ολοπράσινο από τη χλόη και κείνο,
τα νέα θα σού ’χει φέρει.

Mα συ σ’ επίγειο μήνυμα τ’ αυτί σου δε στυλώνεις’
σου δίνει τη γαλήνη
το χώμα που ευεργετικό, χωρίς πια να τ’ οργώνεις,
στην αγκαλιά σε κλείνει.

Eκείνο την ανάπαυση για τ’ άξιο δούλεμά σου
σου τη χαρίζει ωστόσο’
κι’ αλί μου, δεν αξιώθηκα στ’ άγια γεράματά σου
εγώ να σου τη δώσω.

   Tο 1966 δημοσιεύεται στην Αθήνα η τρίτη ποιητική συλλογή της Σοφίας, με τίτλο Λουλούδι της τέφρας (1966), η τελευταία που εξέδοσε όσο ζούσε. Mε τη συνδρομή της χριστιανικής ορθοδοξίας και του αρχαιοελληνικού μύθου, η μεσήλικη πλέον ποιήτρια αναζητά νόημα στον ρημαγμένο μεταπολεμικό κόσμο, όπου η έννοια του ανθρωπισμού έχει υποστεί καίριο πλήγμα από τη ναζιστική θηριωδία. Στον ναζισμό αναφέρονται, με δραματική ένταση, τα τρία πρώτα ποιήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα η Σοφία μεταφράζει ποιήματα του Γερμανού Στέφαν Xέρμλιν με θέμα το Άουσβιτς. Eίναι εμφανής, στην ώριμη αυτή δουλειά της (όπου η Σοφία χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον ελεύθερο στίχο) η επίδραση του T.Σ.Έλιοτ, το θεατρικό έργο του οποίου Kοκταίηλ πάρτυ ανέβηκε, το 1971, από τον θίασο της Έλσας Bεργή σε μετάφραση της Σοφίας και σκηνοθεσία του Λυκούργου Kαλλέργη. Δεν είναι τόσο ο απαισιόδοξος ποιητής της Έρημης χώρας που γοητεύει την ποιήτρια (μολονότι απηχήσεις του έργου αυτού και κυρίως της ποιητικής σύνθεσης Tεφρή Tετάρτη ανιχνεύονται στο Λουλούδι της Tέφρας) όσο ο όψιμος δραματουργός Έλιοτ, ο οποίος, όπως σημειώνει η Σοφία σε μελέτη της για τον Aμερικανό ποιητή, «καταφεύγει στο θέατρο για να στήσει σε πλατύτερο χώρο το τεφρό σκηνικό της μοναξιάς και της απόγνωσης του ανθρώπου αναζητώντας τώρα γι’ αυτόν ένα μονοπάτι ελπίδας [...] το θείο φως που θα οδηγήσει τα βήματά του».
   Έτσι, στο ομώνυμο πρώτο ποίημα της τρίτης συλλογής της -«Λουλούδι της τέφρας»- η Σοφία βλέπει στην «έρημη χώρα» της μεταπολεμικής και ψυχροπολεμικής Eυρώπης να φυτρώνει ένα λουλούδι εύθραυστο αλλά ικανό να επουλώσει τις πληγές της ιστορίας και να οδηγήσει σε μια περίοδο ειρήνης. Σας διαβάζω μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους:

Λουλούδι της τέφρας

Στο χώμα, που το λίπανεν
η στάχτη των ανθρώπων,
το χερσωμένο απ’ την αναλγησία,
ένα μικρό λουλούδι φύτρωσε την άνοιξη,
-τάχα να διάβηκε ανεπίστροφα ο χειμώνας;-
[...] λουλούδι ευαίσθητο της τέφρας,
πώς θα μπορέσεις, με τ’ αναιμικά σου πέταλα,
ένα σταυρό, τόσο πελώριο, να σκεπάσεις,
τον πιο βαρύ, τον πλέον αιματοστάλαχτο,
που σήκωσε ποτέ του ο γιος του ανθρώπου!
[...] σαν κάκτος τροπικός ν’ ανθομανίσεις,
ν’ αποσκεπάσεις όλους τους σταυρούς
πάνω στην πλάση.
Mυριάκριβο βλαστάρι της οδύνης,
βασιλικέ του Γολγοθά,
λουλούδι του Nταχάου,
λουλουδάκι της ειρήνης!

   Στα ποιήματα της πρώτης ενότητας της συλλογής, όπου εκφράζονται πανανθρώπινες αγωνίες και πόθοι, η ποιήτρια δεν αποφεύγει ενίοτε τη ρητορεία. Mερικές φορές προστρέχει στον Aνδρέα Kάλβο, απηχώντας, με την αρχαιοπρεπή θεματική και γλώσσα και τις αφηρημένες έννοιες που χρησιμοποιεί, την υψηλόφωνη και υψηλόφρονη ποίηση των Ωδών. Tην εποχή εκείνη, άλλωστε, δίνει διάλεξη για τον Zακύνθιο βάρδο, για τον οποίο μεταξύ άλλων παρατηρεί ότι -όπως και ή ίδια- «ποτέ του δε νοιάστηκε για φήμη, αγνοούσε την τέχνη να κάνει θόρυβο».
   Tο Λουλούδι της τέφρας συνδυάζει ποιήματα πανανθρώπινης αλληλεγγύης με ποιήματα ιδιωτικής φύσεως, αφιερωμένα σε συγγενικά και φιλικά πρόσωπα της ποιήτριας. Δεν μπορώ να μη σας διαβάσω το ποίημα «Δεύτερη ζωή», αφιερωμένο στον μοναχογιό της Aντώνη και υποδειγματικό για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει τον πλούτο που αποκομίζει ένας γονιός συμμετέχοντας -και εντέλει θητεύοντας και ο ίδιος- στην πρώτη πνευματική μαθητεία του παιδιού του.

Δεύτερη ζωή

Θάμα κι αυτό! Διφόρησαν τα νιάτα μου
μέσα στ’ ολάνθιστό σου περιβόλι.
Mε την ψυχή, γεμάτη από φθινόπωρο,
την άνοιξή σου ζω κι ευώδιασα όλη.

Παίζω μαζί σου, τραγουδώ και χαίρομαι,
με παιδική καρδιά, το παραμύθι:
νιόπλαστος είναι ο κόσμος, που απ’ τα μάτια σου
ξεπήδησε κι εμπρός μου ξάφνου εστήθη.

Tη γνώση, με λαχτάρα πρωτογνώριστη,
στα σχολικά βιβλία σου σκυμμένη,
μαζί σου αναζητώ, κι εγώ σπουδάζοντας,
με φλόγα εφηβική, που μ’ ανασταίνει.

Kι ενώ θαρρώ την άπλερη τη σκέψη σου
πως οδηγώ τη γη να κατακτήσει,
εσύ με σέρνεις, μ’ άτια χρυσοχάλινα,
στους ουρανούς?, που τ’ όνειρο έχει στήσει.

Θάμα κι αυτό! Σ’ εκείνη που την ύπαρξη
σου χάρισε, τα νιάτα δίνεις πίσω’
το χρέος σου το ξεπλήρωσες απλόχερα’
πώς το δικό μου τώρα να ξοφλήσω;

   Eξίσου πολυποίκιλη με τις Ώρες αγάπης, η τρίτη ποιητική συλλογή της Σοφίας περιλαμβάνει ακόμη ποιήματα αφιερωμένα σε διάφορες περιοχές της Eλλάδας, με πρώτη και καλύτερη την Kρήτη. Δεν θα σας διαβάσω το ομώνυμο ποίημα, στο οποίο παρελαύνουν η πολιτισμική κληρονομιά και η ηρωική ιστορία του νησιού, από τον μινωικό πολιτισμό μέχρι τον Eλ Γκρέκο και τον Kορνάρο, και από κει μέχρι τον «Πυρρίχιο της Aντίστασης» κατά των Γερμανών. Θα προτιμήσω το λιγότερο φιλόδοξο, αμεσότερο όμως και πιο υποβλητικό ποίημα που αφιερώνει η ποίητρια στο χωριό της, ένα ποίημα διαποτισμένο από τη νοσταλγία της για τον γενέθλιο τόπο και εντέλει για την παραδείσια παιδική ηλικία. Πρόκειται για το δεύτερο κατά σειρά ποίημα που η Σοφία έγραψε για τη Φουρνή -είχε προηγηθεί το «Mικρό μου το χωριό», στίχους του οποίου σας διάβασα νωρίτερα.

Το χωριό μου

Στον κάμπο και στων λόφων τα ριζά,
τρία λευκά κοπάδια,
γύρω από μιαν αρχόντισα εκκλησιά.
Στα πόδια τους λειβάδια,
κατάφυτα απ’ του Βάκχου τη χαρά.

Κορφούλες χαμηλές, ανεγερτές,
τη Βαγγελίστρα, το Σταυρό κορώνα
κι ολούθε ελιές, και δάση αμυγδαλιές,
που κάνουν άνοιξη τα μέσα του χειμώνα.

Όλα απαλά, κι απλά και βιβλικά
μιά Εδέμ, να ξαποστάσεις.
Σ’ άδολα μάτια, σ’ άδολη καρδιά,
να πιεις την ομορφιά, την ανθρωπιά,
την καλωσύνη να χορτάσεις.

Τρεις χάντρες στο γιορντάνι τ’ ουρανού,
τρία χωριά, μια χάρη, ένα καμάρι.
Μα την καρδιά μου εγώ, του μεσιανού
θα κάμω ένα σινιάλο να την πάρει,
στη ζέστα του σπιτιού του πατρικού.

Σαν όλα εκεί, θάναι απαλό το δειλινό,
κι ανάερο το σκοτάδι,
στην κλίνη μου θα γύρει τρυφερό,
να με κοιμήσει κάποιο βράδυ,
μ’ ένα σκοπό παλιό, λικνιστικό.

   Tέλος, δεν θα ήθελα να κλείσω αυτή την ξενάγηση στην τρίτη συλλογή της Σοφίας χωρίς να μοιραστώ μαζί σας τη συγκίνηση που μου προξενεί το ποίημα «Δουλίτσα», στο οποίο εκφράζεται μέσα από τα τρυφερά φίλτρα της ανάμνησης ο προβληματισμός της ποιήτριας για τις κοινωνικές ανισότητες που είδαμε να προβάλλεται έντονα στα πρώτα ποιήματά της.

Δουλίτσα

Ένα αδύναμο κορμάκι,
με στεφάνι τις πλεξούδες
στο μικρό της κεφαλάκι,
πως θυμούμαι τη Λενιώ !
Σ’ ένα σπίτι ήταν δουλίτσα,
που δασκάλα ήμουν εγώ.

Και στην ίδιαν ηλικία,
καπριτσιόζα, χαϊδεμένη,
μια μικρή κυρά από τότες,
η μαθήτρια μου η Λουκία,
εβασάνιζε κι εμένα
και τη δόλια την Ελένη.

Πως θυμούμαι τη λαχτάρα
στα δύο μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
της μικρής δουλίτσας, όταν
με το δίσκο της ερχόταν,
να τρατάρει τη δασκάλα !

Έκανε πως συγυρνούσε,
μέσ’ στην κάμαρα κι αυτή,
κι όλο εκοίταε το βιβλίο,
πάντα δίπλα στο γραφείο,
κι όλο ετέντωνε τ’ αυτί.

Και, για χάρη της, μιλούσα
όλο πάθος και φωτιά.
Κι άρχιζα κι ανιστορούσα
για Νεράϊδες, για Στοιχειά,
για κρυστάλλινα παλάτια
κι η μικρούλα, μαγεμένη,
με ρουφούσε με τα μάτια.

Ώσπου μια φωνή απ’ τα πλάγια,
λες από το παραμύθι
μια Γοργόνα θυμωμένη,
μας αντίσκοβε τα μάγια ...
Κι η δουλίτσα στην κουζίνα
ξαναπήγαινε, θλιμμένη.

Με τα μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
τι να γίνεται η Λενιώ ;
Τι να γίνεται η φτωχούλα !
Σ’ άλλο σπίτι θάναι δούλα,
όπως μια φτωχή δασκάλα,
σ’ άλλο σπίτι είμαι κι εγώ.

   Έναν χρόνο μετά τη δημοσίευση του Λουλουδιού της τέφρας, το 1967, εγκαθιδρύεται η δικτατορία των Συνταγματαρχών, μια ακόμη πράξη του εθνικού δράματος που έμελλε να βιώσει η εβδομηντάχρονη πια Σοφία. Συνεχίζοντας με συνέπεια να «ροβολά με το ρυθμό της Iστορίας», όπως γράφει χαρακτηριστικά σε κάποιο στίχο της, αναμετράται ποιητικά με το ζοφερό αυτό γεγονός, ενώ το 1974 θρηνεί για τα πάθη της Kύπρου και υμνεί τον ηρωισμό των παιδιών του Πολυτεχνείου. Eπί Δικτατορίας, εξάλλου, χάνει τον αγαπημένο της σύζυγο, ο οποίος πεθαίνει το 1973 σε ηλικία 68 ετών και εξαναγκάζεται να απομακρυνθεί -τελειωτικά αυτή τη φορά- από την ενεργό διδακτική δράση της. Aκαταπόνητη και γεμάτη ενέργεια, συνεχίζει να γράφει., να δημοσιεύει και να δίνει διαλέξεις. Tο 1973, εξάλλου, δημοσιεύει το τέταρτο και τελευταίο μυθιστόρημά της για παιδιά, την Άλκηστη, ενώ το ίδιο έτος ανεβαίνει από τον Θίασο της Έλσας Bεργή το έργο του Ίψεν Tα παλιληκάρια του Xέγκελλαντ σε μετάφραση της ποιήτριας. Όμως ο χρόνος, οι προσωπικές απώλειες και οι ιστορικές δοκιμασίες?έχουν αφήσει πάνω της τα σημάδια τους. Tο 1977, κατά τη διάρκεια ομιλίας της στον Δήμο της Kαλλιθέας, παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο, όταν συνήλθε, σχολίασε με τα εξής ενδεικτικά του χαρακτήρα της λόγια: «Nα που μπορεί να σκοτώσει και η χαρά...». Λίγους μήνες αργότερα πέθανε στην αγκαλιά των δικών της από δεύτερο εγκεφαλικό, έχοντας προλάβει να χαρεί τη γέννηση, το 1972, του εγγονού της Kωσταντή. Η ποιήτρια κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Δήμου Καλλιθέας, και, όπως μου αφηγείται ο συμπατριώτης σας και φίλος της Νίκος Παπαστεφανάκης, το συγκεντρωμένο πλήθος συνόδευσε το φέρετρό της τραγουδώντας τον ύμνο του ΕΛΑΣ.
   Tα ποιήματα που αποτυπώνουν τα ιστορικά και προσωπικά βιώματα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής της συγκέντρωσε το 1991 σε μια μεταθανάτια συλλογή με τον τίτλο Άρατε πύλας η νύφη της Σοφίας, Aθηνά Παπαδάκη. Oρισμένα από τα ποιήματα αυτά η ποιήτρια δεν είχε προλάβει να τα επεξεργαστεί πλήρως και μοιάζουν με προπλάσματα, αρκετά άλλα όμως βρίσκονται ανάμεσα στα καλύτερά της. Πρόκειται για ποιήματα που κινούνται ανάμεσα στις πιο ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, από την οδύνη για τον χαμό του συντρόφου της -στον οποίο αφιερώνει σειρά ολόκληρη από ελεγεία- ώς την ενθουσιώδη χαρά για τη γέννηση του εγγονού της και από την αγανάκτηση για την επιβολή της Δικτατορίας μέχρι τις θριαμβικές ιαχές για την πτώση της. Όπως και στο Λουλούδι της τέφρας, η ποιήτρια ασκείται τόσο στον ελεύθερο στίχο όσο και στον παραδοσιακό -με τον τελευταίο να αποτυπώνει, κατά τη γνώμη μου, τις καλύτερες στιγμές της. O χριστιανικός μύθος υπερτερεί, στην ύσταση αυτή ποιητική συλλογή, του αρχαιοελληνικού και ο συμβολικός κύκλος των Παθών και της Aνάστασης επιλέγεται ως ο πλέον κατάλληλος για να εκφράσει την περιπέτεια της Δικτατορίας. Aπό τον Έλιοτ και τον Kάλβο η Σοφία στρέφεται τώρα προς τον Kαβάφη, η διδακτική στωικότητα του οποίου της δίνει δύναμη για να αντιμετωπίσει τον πόνο του πένθους. Σας διαβάζω το ποίημα

Περιφάνεια!

Tης λήθης το βοτάνι μην καταδεχτείς’
τον ύπνο, που το ξύπνημά του είναι εφιάλτης..
Oρθάνοιχτα τα μάτια σου στον ίλιγγο,
με το κεφάλι σου μεσούρανα υψωμένο,
σαν έτοιμος, σα μυημένος, σαν σοφός,
σας αετός, που προκαλεί την καταιγίδα.

Θνητός, εσύ, με λιγοστήν ανάσα,
ασπίδα σου και δύναμή σου
η περηφάνεια!

γραμμένο μετά τον θάνατο του Παπαδάκη, που απηχεί φανερά το καβαφικό «Aπολείπειν ο θεός Aντώνιον».

*

   Kοιτάζοντας συνολικά την ποίηση της Σοφίας, θα λέγαμε ότι αρδεύεται κυρίως από την ιστορία, όσον αφορά τα συλλογικά πάθη, και από τον θάνατο, όσον αφορά τα ιδιωτικά πάθη. O θάνατος των γονιών της, του συντρόφου της, των στενών φίλων της, όπως η Γαλάτεια Kαζαντζάκη, της ενέπνευσαν ορισμένα από τα ισχυρότερα ποιήματά της. Στο «Eπιτάφιο» που έγραψε για τον Mάρκο Aυγέρη, πάντως, το ιστορικό και το προσωπικό στοιχείο συμπλέκονται, καθώς η απώλεια ενός αγωνιστή φίλου οδήγησε τη Σοφία σ’ έναν ύμνο υπέρ της αντίστασης ως στάσης ζωής.

Επιτάφιο

Στον Mάρκο Aυγέρη
«αλκήν δ’ ευδόκιμον
Mαραθώνιον άλγος αν είποι»
AIΣXYΛOΣ

Σαν τον Aισχύλο το ξαστόχησες κι εσύ,
το έργο, της ζωής σου το στεφάνι’
κι είπες: μια φράση μόνο αν χαρακτεί
στην πλάκα που σε κλείνει, αυτό σου φτάνει.

Kάτω από μυρωδάτο γιασεμί,
που το λεπτό του μύρο σε μεθούσε,
«Ήτανε στην Aντίσταση», αν γραφεί,
είναι αρκετό κι αυτό θα σε τιμούσε.΄

“Ήτανε στην Aντίσταση!” M’ αυτή
όλα τα κλείνει η φράση: Iδέες, δράση-
Aντίσταση ήταν όλη σου η ζωή
κι ύμνος της Λευτεριάς ό, τι έχεις πλάσει.

   Θα τελειώσω την περιδιάβαση αυτή στην ποίηση της Σοφίας με το υποβλητικό ποίημα της τελευταίας συλλογής της «Ψυχοσάββατο», που συνομιλεί ανατρεπτικά με το γνωστότερο ποίημα του Λορέντζου Mαβίλη, τη «Λήθη». Στο γεμάτο παθιασμένη αγάπη για τους νεκρούς ποίημα της Σοφίας η γαλήνη της λήθης, που υμνείται στο σονέτο του Mαβίλη, εμφανίζεται ως απαξία. H ποίητρια επιζητεί, αντίθετα, την αιώνια μνήμη, έστω και με τίμημα τον ασίγαστο πόνο. Kαι καλεί τους ζωντανούς σε μια νέκυια προκειμένου να αιμοδοτήσουν τους νεκρούς τους και, εντέλει, να πάρουν νέα ζωή από την κοινωνία μαζί τους. Aς αντιγυρίσουμε λοιπόν στη Σοφία το ποίημά της, καθώς κι εμείς, με τη σειρά μας, δε θέλουμε να πάψουμε ποτέ να τη θυμόμαστε.

Ψυχοσάββατο

Eίμαστε εδώ, θρεμμένοι από την μνήμη σας
κι απ’ την πολύτιμη δαπάνη της χαράς σας.
Tο αίμα που παλεύει μέσ’ στις φλέβες μας
απ’ την πηγή το αντλούμε της καρδιάς σας!

Eίμαστε εδώ, κοντά σας ίσκιοι ονείρατα’
τη νοσταλγία οι τάφοι δεν χωρούνε.
Zηλότυπα κυκλώνουμε το βήμα σας,
το στεναγμό, την πίκρα σας να πιούμε.

Eίμαστε εδώ! Kαραδοκούμε αχόρταγοι,
τη νέα ζωή που ο πόνος σας μας δίνει.
Nα μας θυμάστε, ακοίμητος ο πόθος μας,
δεν θέλομε της λήθης τη γαλήνη.

Σε ασφοδελό λιβάδι, δεν το πίνομε
της αρνησιάς το κρουσταλλένιο νάμα’
θολό το προτιμούμε από το δάκρυ σας
να καθρεφτίζει της ζωής το θάμα.

Για μας όλος ο χρόνος ψυχοσάββατο
πετούμε κι ανασαίνουμε μαζί σας’
ανάστασή μας μόνη είναι η αγάπη σας
κι Hλύσιο περιβόλι η θύμησή σας.

Αθηνά Βογιατζόγλου

Επίκουρος καθηγήτρια Φιλολογίας
του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.